- προσκλητικός
- προσκλητικόςcallingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκλητικός — ή, όν, Α [προσκαλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση 2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση 3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.) … Dictionary of Greek
προσκλητικόν — προσκλητικός calling masc acc sg προσκλητικός calling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλητικήν — προσκλητικός calling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)